Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΛΙΝΟΣ ΚΑΡΖΗΣ: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΑΘΟΥΝ ΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟ

70517
«Το βιβλίο αυτό ήταν μέχρι σήμερα εξαιρετικά δυσεύρετο. Τυπώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1947, σε περιορισμένο και αυτό αριθμό αντιτύπων. Ελάχιστα αντίτυπα ήλθαν στην Ελλάδα, και τα χρόνια που ακολούθησαν από τότε – μαζί και με την καταστροφική λύσσα εκείνων που επί δεκαετίες ολόκληρες πολεμούν ό,τι το Καρζικό, επειδή είναι καθαρόαιμο Ελληνικό- κατάφεραν να το κάνουν σπανιότατο. «Η Μοίρα όμως και οι Θεοί», όπως θα λεγε κι ο ίδιος αν ζούσε, θέλησαν ώστε να βρεθεί ένα καλοδιατηρημένο αντίτυπο και ο εκδότης κ. Ιωάννης Γιαννάκενας να προθυμοποιηθεί να το εκδόσει. Εύχομαι και ελπίζω η έκδοση αυτή να δώσει ένα έναυσμα και την αφορμή να ασχοληθούν οι νεώτεροι με το έργο του. Ασφαλώς και δεν θα χάσουν… «Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει η Φύση σ έναν άνθρωπο, είναι να γεννηθεί Έλληνας», έλεγε ο ίδιος. Και εγώ πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει για πολλούς Έλληνες το πρώτο κλειδί που θα τους οδηγήσει στο να κατανοήσουν την αξία αυτού του δώρου, αλλά και στο να γίνουν άξιοί του…» (Δημήτριος Λαζογιώργος – Ελληνικός)
Πρόκειται για ένα δυνατό δοκίμιο του Λίνου Καρζή με ιδιαίτερη αναφορά στον Ελληνικό Κοινοτισμό.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΧΕΣΕΩΝ

00
Εισήγηση του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου στην ΗμερίδαΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ 2014
Αρχέγονη κοινότητα, άνθρωπος και συστήματα
Όταν αποπειράται κανείς να μιλήσει για την έννοια της κοινότητας και εξαντλεί όλη την διαλεκτική του καταφυγή για αυτήν στην πολιτική και κοινωνική της διάσταση, πρέπει να γνωρίζει ότι σμικρύνει τα μέγιστα τόσο τον ιστορικό λειτουργικό υπαρκτικό ρόλο που επιτέλεσε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού όσο και την ουσιαστική συμβολή της σε ζητήματα που αφορούν την συναισθηματική και εσωτερική πληρότητα του ανθρώπου. Οποιαδήποτε αναφορά στη θεματική της ιστορίας της έννοιας κοινότητας απαιτεί ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στην εποχή κατά την οποία τέθηκαν οι όροι της ανάγκης για κοινότητα μεταξύ των πρώτων ανθρώπων. Είναι σίγουρο ότι στην ανάλυσή μας αυτή θα υπεισέλθουν και ψυχαναλυτικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις που αποκαλύπτουν τα ανθρωπολογικά κίνητρα και την αιτία συγκρότησης της αρχέγονης ή πρωτόγονης κοινότητας.
Στην πρωτόγονη κατάσταση ο άνθρωπος είχε την αντίληψη του ζώου, ανήκε στο βασίλειο των ζώων με βάση την θεώρηση της επιστήμης της βιολογίας. Με θεμέλιο την βιολογική θεώρηση, η λειτουργία του ζωικού οργανισμού καθορίζεται νομοτελειακά από ένστικτα, ανεξέλεγκτες παρορμήσεις, από ειδικές μορφές δράσης, που με τη σειρά τους καθορίζονται από την κληρονομική νευρολογική συγκρότησή του.
Όσο ψηλότερα βρίσκεται ένας ζωικός οργανισμός στην ιεραρχία της εξέλιξης, τόσο λιγότερη πληρότητα δομικής προσαρμογής συναντάμε στη γέννησή του. Στα ανώτερα ανθρωποειδή διαπιστώνουμε αξιόλογη ευφυϊα. Δηλαδή συναντάμε τη χρήση της νόησης για την πραγματοποίηση των επιθυμητών σκοπών, που προσφέρει τη δυνατότητα στον ζωικό οργανισμό να προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τις ενστικτώδεις μορφές δράσης. Βέβαια κάποια χαρακτηριστικά της ύπαρξης των οργανισμών παραμένουν αμετάβλητα στη δίνη της διαρκούς εξέλιξης.
Η ζωώδης, όμως, ύπαρξη ενέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν αρμονική οντότητα ζώου και φύσης. Ο άνθρωπος, στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, περισσότερο της νοητικής εξέλιξής του, ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με τη φύση, αυτή αποτέλεσε την ζωοδότρα μήτρα κάθε νοήματος για τη ζωή. Αυτός ήταν ο φυσικός τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου, ήταν ένα με τη φύση. Η έννοια φύση δε συλλαμβάνεται μόνο ως εξωτερική μορφή της ύλης, όπως την προσεγγίζει η καθαρή φυσική επιστήμη. Η φυσική την προσλαμβάνει μόνο στατικά και μονόπλευρα. Ως προς την παρατήρηση και την φαινομενικά ορατή εμφάνισή της. Η φύση συνεχώς αποκαλύπτεται μπροστά μας, υπόκειται σε ένα δυναμικό γίγνεσθαι και είμαστε στη θέση να γνωρίζουμε μόνο ένα μικρό μέρος των νόμων που τη διέπουν στη βάση στατικών σχέσεων προσδιορισμού. Οπότε αποφεύγεται κάθε μονιστική και αποκλειστικά μηχανιστική πρόσληψη στην οντολογική της συγκρότηση, εφόσον η κοσμική φανέρωσή της υπόκειται στην εποπτεία του χωρόχρονου. Ο άνθρωπος έτσι την εκλαμβάνει μόνο μέσα σε αυτόν και όχι στην άχρονη και μη χωρική διάστασή της.
00
Σε ένα ορισμένο, λοιπόν, χρονικό σημείο της εξέλιξης του ανθρώπου, συνέβη ένα ανεπανάληπτο συμβάν, ένα εξελικτικό εκρηκτικό άλμα που άλλαξε ποιοτικά τα πάντα γύρω του. Το συμβάν αυτό συντελέστηκε όταν στην εξελικτική αυτή πορεία του η δράση του ανθρώπου έπαψε να καθορίζεται από τα ένστικτα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα σταμάτησε πια να καθορίζεται από τους κληρονομικούς καταγωγικούς μηχανισμούς του βιολογικού είναι του. Για πρώτη φορά ένας ζωικός οργανισμός υπερβαίνει τη φύση και τους προκαθορισμένους νόμους της, αυτονομείται και στέκεται απέναντί της. Έτσι, ορθώνεται απέναντι στην υλική φύση μια νέα ύπαρξη, γεννιέται ο άνθρωπος. Το νέο στοιχείο που εισέρχεται στην κοσμική ιστορία είναι ο λόγος, η ανάπτυξη διανοητικών και πνευματικών δυνατοτήτων στο ανθρώπινο είναι. Η πνευματική συνιστώσα αίρει κάθε ενδοκοσμική εμμονή και υπερβαίνει τη φυσική νομοτέλεια. Ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να διαφοροποιεί και να αυτονομεί το λόγο του σε σχέση με το φυσικά αναγκαίο.
Όσο ο άνθρωπος ζούσε μέσα στην αγκαλιά της υλικής φανέρωσης της φύσης υπότασσε τον τρόπο ζωής του στην σαρκική πρόσδεση και υπηρετούσε τους νόμους της αποκομίζοντας παραδείσια πληρότητα που του έδινε νόημα ζωής, σιγουριά και ασφάλεια. Η ασφάλεια αυτή αντικατοπτριζόταν στην υποδειγματική του βιολογική προσαρμογή στο περιβάλλον εναρμονίζοντας πλήρως τις ανάγκες του με τους σκοπούς του. Η ρήξη του ανθρώπου με την φύση με την ανάπτυξη μορφών αυτονομίας στη σκέψη του, που αναπτύχθηκαν μέσω του λογικού και της φαντασίας, αποκάλυψε την δρομολογημένη μητρική αποκοπή του από αυτήν με αποτέλεσμα να εγείρονται ζητήματα καθολικού νοήματος και οντολογικής προοπτικής του. Ο πρότερος φυσικός ζωικός τρόπος κάλυπτε πλήρως τη συναισθηματική, συγκινησιακή και βιολογική εναρμόνιση του όντος με την φυσική νομοτέλεια, εκπληρώνονταν σε όλη τους την έκταση οι προσδοκίες των σκοπών που έθεταν οι ανάγκες. Συνειδητοποιούσε ο άνθρωπος μέσα του τη φυσική σειρά που ακολουθούσαν τα πάντα γύρω του, τα πράγματα, οτιδήποτε γινόταν υποχρεωτικά στη φύση, ως αποκάλυψη του όντως όντος, και τους διαρκώς εξελισσόμενους νόμους της. Έτσι ρύθμιζε την ενστικτώδη βούλησή του να πράξει σύμφωνα με αυτή την ροή και γνώση των φυσικών πραγμάτων.
Η φύση αντανακλούσε στην αρχέγονη ανθρώπινη φύση χαρακτηριστικά θεότητας. Κάθε ελάχιστο μεταφυσικό υπόστρωμα που απέρρεε από την γενετική κοινωνικότητα εγκιβωτιζόταν στον ασύνειδο κόσμο του όντος και επικολλούνταν ως νευρολογικό συσσωμάτωμα εξερχόμενο στο βιολογικό δίκτυο των ενστίκτων. Ο αφυπνισμένος λογικός άνθρωπος, αποκομμένος από τη μητέρα φύση, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ήταν μόνος. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βρει ένα τρόπο να αποκαταστήσει την ζωτική σχέση με την φύση, προκειμένου να αναπτύξει ένα τρόπο ζωής που να προσφέρει και πάλι καθολικό νόημα και οντολογική προοπτική. Όμως η ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών δεν αρκούσε για να είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος, όπως πριν. Όλοι οι προηγούμενοι βιολογικοί όροι δράσης του για την ευτυχία του δεν μπορούσαν να κομίσουν τίποτα στη νέα εποχή που άνοιξε μπροστά του. Έτσι, έχουμε μια καίρια μεταβολή στον τρόπο πρόσληψης των αναγκών του. Οι ανάγκες του δεν ήταν πλέον μόνο βιολογικής φύσεως αλλά και κοινωνικής ή μεταφυσικής φύσεως. Τότε ο άνθρωπος άρχισε να αναπτύσσει διανοητικές τεχνικές και λειτουργίες που τις μετήλθε τόσο για την επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους όσο και για την κατανόηση του τρόπου που υπάρχουν τα πάντα γύρω του. Σε αυτό το κομβικό χρονικό σημείο ανακάλυψε ότι μπορεί να συγκροτήσει μια νέα σχέση και επαφή με τη φύση επανευρίσκοντας την πηγαία θαλπωρή και την κοινωνία με αυτή όχι μέσω της ζωικής υποταγής στους νόμους της αλλά μέσω της ανθρώπινης κοινότητας.
Η κοινότητα αποτέλεσε για τον άνθρωπο την ανθρωπομάνα, την αληθινή καταφυγή. Αυτή εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις αποκατάστασης. Πρώτον, η κοινότητα, η συντροφική δηλαδή συμβίωση και σχέση μεταξύ ανθρώπων, προσέφερε ένα καθολικό νόημα για τις ανθρώπινες κοινωνίες, ως κοινωνική εστία ζύμωσης και συνεργατικής ιεράρχησης των αναγκών, και ως χώρος σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων αγάπης, ισότητας και συναδέλφωσης. Η συμμετοχή στην κοινότητα ήταν η αιτία δημιουργίας της ανθρώπινης γλώσσας. Η συνεννόηση και η επικοινωνία μέσω της γλώσσας γέννησε μέσα στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ανάγκες πνευματικές που βάθυναν την ποιότητα του βίου του, τόσο ως προς τον τρόπο που έπρεπε να συνυπάρχουν οι άνθρωποι όσο και ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τους όρους κάτω από τους οποίους υπήρχε η φύση. Η κοινότητα, λοιπόν, λειτούργησε λυτρωτικά για την εξέλιξη της ανθρωπότητας και ήταν η μόνη καταφυγή για την εξασφάλιση ενός ευτυχισμένου και ολοκληρωμένου βίου, γιατί ήταν αυτή που συνέδεσε τον νέο άνθρωπο με τη φύση αποκαλύπτοντας ένα νέο περιεχόμενο στη σχέση του με αυτή, με την κατανόηση του τρόπου ύπαρξής της.
Αυτή η αρμονική λειτουργία της κοινότητας διήρκεσε τόσα χρόνια όσο χρονικό διάστημα οι δομές των κοινοτήτων είχαν μητριαρχική συγκρότηση. Η μεταβολή του τρόπου παραγωγής και εργασίας στις προϊστορικές γεωργικές κοινωνίες με την ανακάλυψη του αρότρου ενδυνάμωσε κοινωνικά το ρόλο του ανδρικού φύλου και όλα ανατράπηκαν. Όταν οι κοινότητες απέκτησαν πατριαρχική μοναρχική εξουσιαστική δομή και υιοθέτησαν τη δύναμη επιβολής ως εσωτερικό οργανωτικό και εξωτερικό αμυντικό διακύβευμα για την εξέλιξή τους, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που έλαβε χώρα αργότερα, απώλεσαν την πρότερη συνεκτική συμβολή τους για μια συνεργατική κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία απεμπόλησε όλα τα εξισωτικά στοιχεία της κοινότητας, υποχώρησε η ισότιμη ανθρώπινη σχέση και υιοθετήθηκε ως όρος για την επιβίωση της κοινότητας η επιβολή του ενός, του δυνατού. Έκτοτε, κάθε μορφή εξουσίας προκειμένου να αναπαραχθεί και να συντηρηθεί μετερχόταν κυριαρχικά συστήματα, μεσολαβητικά εργαλεία όπως η μεθοδολογική ανακατασκευή μυθικών παραδόσεων με τη θέσπιση θρησκευτικών τελετών και την καθιέρωση πρακτικών συμβάσεων και ανάλογων ηθών και εθίμων στο σώμα της κοινωνίας, όπως η αποτίμηση της αξίας των προϊόντων, το χρήμα με τις παρεπόμενες λειτουργίες του στον καθορισμό της μορφής της οικονομικής ζωής μιας κοινωνίας. Η προσταγή και τα αρχέγονα κυριαρχικά συστήματα των αρχόντων, των πατριαρχών, των βασιλέων, δήθεν απόγονοι θεοτήτων, προσλάμβαναν ιερό χαρακτήρα και τροφοδοτούσαν την καλλιέργεια του κοινωνικού φόβου, την φιλοσοφία της υποταγής στον ισχυρό με την υιοθέτηση μορφών δουλείας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Έκτοτε η δύναμη των συστημάτων και η ελευθερία αποκτούν διαλεκτική ισχύ, είναι έννοιες διαλεκτικές. Όσο περισσότερο εμπλέκονται κυριαρχικά συστήματα μεταξύ των σχέσεων των ανθρώπων αλλοτριώνεται η σχέση τους, αποκόπτεται η πραγματική κοινωνία αλληλεγγύης και αγάπης. Αντίθετα, όσο λιγότερο μεσολαβούν κυριαρχικά συστήματα μεταξύ των ανθρώπων διευκολύνεται η ουσιαστική τους πρόθεση για συνύπαρξη και κοινωνική αρμονία. Ενώ δηλαδή, στην εξισωτική, συναδελφωμένη μητριαρχική κοινότητα έχουμε άμεση σχέση και διαπροσωπική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, επειδή εκλείπει η αρχή του ενός που αποφασίζει για τα πάντα, στην πατριαρχική κοινωνία, η πατρική εξουσία προκειμένου να ελέγξει τη συνοχή της κοινότητας με το πρόσχημα της διάλυσής της, λόγω ενδεχόμενης πολεμικής της σύγκρουσης με άλλες, αναπτύσσει την υιοθέτηση αυστηρών διαταγών-νόμων προς συμμόρφωση με αντίτιμο την τιμωρία, την κοινωνική απομόνωση ή και το θάνατο. Η διαταγή, η πατρική αυθεντία του νόμου λειτουργεί ως το πρώτο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου που μεσολαβεί στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις καταλύονται, ποδηγετούνται, ρυθμίζονται με βάση την κυριαρχική ισχύ του δυνατού.
Η αρχαιοελληνική πολιτική κοινότητα
Όσο περνά ο χρόνος τα κυριαρχικά συστήματα επιβάλλουν από τα πάνω ήθη, έθιμα και παραδόσεις που διαιωνίζουν την κυριαρχία των Βασιλέων. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι αρχαίοι πολιτισμοί αναπτύσσουν πολλές τέτοιες μορφές συστημάτων που επιβάλλονται από τους ισχυρούς. Μεγάλη εξαίρεση η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Είναι η πρώτη ανθρώπινη κοινωνία που συλλαμβάνει και υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό τον κοινοτικό τρόπο συγκρότησης στις δομές της, την δημοκρατία. Το κράτος των Δήμων. Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της τέχνης, της τραγωδίας και της καλλιέργειας του λόγου λειτούργησε καταλυτικά. Στην αθηναϊκή πόλη-κράτος των κλασσικών χρόνων οι πολίτες αποκτούν τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τα της πόλεως. Σε αυτήν την πολιτική σύλληψη συμπυκνώνεται η ουσία της αναφοράς μας για την πρόσληψη της έννοιας της δημοκρατίας και κάθε παρεπόμενη συζήτηση ή θεώρηση για αυτήν. Στη δημόσια σφαίρα της αρχαιοελληνικής πόλης αίρεται κάθε δογματική εμμονή σε άνωθεν (από τους θεούς ή τους άρχοντες) παρεμβάσεις. Οι πολίτες συνέρχονται στην εκκλησία του δήμου και ομονοούν. Μέσα εκεί, στην συνέλευση της εκκλησίας του δήμου, απουσιάζουν κυριαρχικά συστήματα επιβολής και ελέγχου της κοινωνίας πολιτών από οποιαδήποτε ενική ή ολιγαρχική εξουσία. Εξουσία καθίσταται η ίδια η κοινωνία πολιτών. Ο κοινός δημόσιος βίος καθίσταται πραγματικότητα. Για αυτό και ο επιθετικός προσδιορισμός «άμεση» στην έννοια της δημοκρατίας κομίζει σήμερα αυτό ακριβώς: την απουσία ανάπτυξης μεσολαβητικών κυριαρχικών τεχνολογικών ή μηχανιστικών συστημάτων μέσα στην κοινωνία από ενικές ή ολιγαρχικές μορφές εξουσίας.
Το ζήτημα που απασχολεί τους σύγχρονους καιρούς έχει σχέση με το πώς θα ανακαλύψουμε και πάλι τη ζωτική λειτουργία μιας κοινότητας που θα επιτυγχάνει να αποκαταστήσει τόσο την επαφή του ανθρώπου με τη φύση, την επαφή του ανθρώπου με άνθρωπο και την επαφή του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό. Και οι τρεις αυτές σχέσεις δεν λειτουργούν.
DSC_0172.NEF
Η σύγχρονη ελληνική πολιτική κοινότητα
Η σύγχρονη ελληνική πολιτική κοινότητα που αναζητούμε, στους άγονους καιρούς που ζούμε, σίγουρα πρέπει να κομίζει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα συλλαμβάνουν και θα συνθέτουν σε ένα ενιαίο όλον μερικά απαραίτητα στοιχεία-συνιστώσες :
Α. Πρώτον, η σύγχρονη κοινότητα θα πρέπει να κομίζει την καθολική δομική δυναμική της αρχέγονης κοινότητας που ανέπτυξε μια συνεκτική εντροπία μοναδική στα πρώτα χρόνια που αναπτύχθηκε. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι ανάγκη να ανανοηματοδοτηθεί ο τρόπος που βλέπουμε την πολιτική, τον δημόσιο βίο. Η πολιτική θα πρέπει να είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ενασχόληση με τις δημόσιες υποθέσεις.
Β. Δεύτερον, θα πρέπει να συλλαμβάνει την δυνατότητα πραγμάτωσης της δυαδικής σύνδεσης του ατομικού με το συλλογικό ενεργοποιώντας την κοινωνία των πολιτών με κομβικό στόχο τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας που θα έχει θεσπίσει την αέναη, από τα κάτω, από τους πολίτες, διαρκή αυτοθέσμισή της, χαρακτηριστικό της αρχαιοελληνικής εκδοχής του κοινοτισμού για 50 περίπου χρόνια. Τι εννοείται πρακτικά ως σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό; Η παράλληλη δυαδική σύνθεση μιας απόφασης από την θεσμική συνδρομή του θεσπισμένου πολιτικού λειτουργού και της κοινωνία πολιτών. Ο ατομικός χαρακτήρας του πολιτεύματος διασώζεται με την εντεταλμένη παρουσία του εφαρμόζοντος τις αποφάσεις. Ο συλλογικός χαρακτήρας διασώζεται μέσα από την ενεργή παρουσία της κοινωνίας πολιτών στα θεσμικά πολιτειακά όργανα ως μέσα έκφρασης της λαϊκής βούλησης των πολιτών (κοινοτικές συνελεύσεις και δημοψηφίσματα διαμόρφωσης ή επιλογής καθολικών αποφάσεων-προϋπολογισμοί). Δυαδική πολιτική σχέση. Η θεσπισμένη κοινωνία των πολιτικών λειτουργών αφενός και η κοινωνία των πολιτών αφετέρου. Ο σύγχρονος ελληνικός κοινοτισμός συνίσταται στην συγκρότηση μιας πολιτείας κοινωνίας σχέσεων προσώπων. Πώς πραγματώνεται αυτή η ιδέα στην πράξη; Ο εξουσιοδοτημένος κληρωτός ή αιρετός πολιτικός λειτουργός συλλαμβάνει το συγκεκριμένο πρακτικό υπόβαθρο μιας δημόσιας πράξης, το γραφειοκρατικό εκκρεμές μιας νομικής καθημερινής σύμβασης ή απόφασης. Αντίθετα, η κοινωνία των πολιτών, μέσω των λαϊκών πρωτοβουλιών, συμμετέχει στην προώθηση των κοινών συμφερόντων, του καθολικού δικαίου. Και οι δύο πυλώνες του κοινοτικού πολιτεύματος συναντώνται και στοιχίζονται στη δημοτική συνέλευση. Η πολιτική διαλεκτική συγκροτεί έναν δημόσιο χώρο, μια δημόσια σφαίρα αγοράς κοινού λόγου. Η λειτουργία ποικίλων ειδών συστημάτων μεταβάλλεται. Το ελεγκτικό περιοριστικό στοιχείο λειτουργίας των συστημάτων στη χαοτική δυναμική, η οποία εκλύεται από την κοινωνία εξαιτίας της αυθόρμητης διαστολικής τάσης που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη πρακτική σφαίρα ζωής, μεταβάλλεται από επιβάλλον-κυριαρχικό σε αρμόζον. Ο λόγος καθίσταται επαλήθευση του κοινού βιώματος. Ο πολιτικός βίος κοινωνείται, γιατί κάθε ατομικιστική υπέρβαση του κοινού δέοντος συνετίζεται με την διαλεκτική υποχώρησή του στο συλλογικό πολιτικό ψηφιδωτό. Η συλλογική αυτονομία βιώνεται ως αυτοσυνείδηση της ίδιας της κοινωνίας. Κάθε απόπειρα εξοστρακισμού της αναγκαίας και στοιχειώδους ατομικότητας αποφεύγεται, γιατί περικλείεται στην χαρακτηριστική ιδιοπροσωπία και τον δημοκρατικό πλουραλισμό του συστήματος ως μέθεξη του κοινωνικού στην συλλογική του αυτοσυνειδησία.
Γ. Τρίτον, η αποσπασματική ισχύ του δημοψηφίσματος δεν δύναται να είναι χαρακτηριστικό του σύγχρονου ελληνικού κοινοτισμού. Ο ελληνικός κοινοτισμός προσλαμβάνει την καθολική διασύνδεση του μερικού και όχι την εμβόλιμη εισαγωγή του στο πολιτικό όλον. Για αυτό και γίνεται λόγος για συνολικό καθορισμό του πλαισίου κάθε προϋπολογισμού από την κοινωνία πολιτών.
Δ. Τέταρτον, να μην εμμένει στα προτάγματά της σε άκριτη υιοθέτηση προνεωτερικών χαρακτηριστικών που αναπτύχθηκαν με βάση τις κοινωνιολογικές συνιστώσες των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών άλλων εποχών που επέβαλλαν κάθε φορά τις ανάλογες στάσεις και τις ανάλογες πολιτικές ζυμώσεις που κρίνονταν κατάλληλες στις τότε περιστάσεις. Η έννοια και ο ρόλος της παράδοσης στην ποιότητα και τη μορφή της κοινωνίας είναι καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των πολιτιστικών προταγμάτων που αναδύονται ως δομικά συστατικά στοιχεία του συλλογικού της κοινωνίας ως προς την ιεράρχηση των αναγκών και των στόχων που διατάσσονται στο διηνεκές από την ίδια την κοινωνία. Το παλιό ενδύεται νέα φορεσιά μέσα στο νεοδημιουργηθέν. Τίποτε παλιό δεν προσλαμβάνεται στατικά μέσα στο νέο, αλλά ενέχεται δυναμικά στο νέο υποκείμενο στην ροή του ποιοτικού χρόνου. Η σύγχρονη πολιτική κοινότητα θα πρέπει να αποτελέσει την οργανική μήτρα του νέου πολιτικού και κοινωνικού όντος.
Ε. Τέταρτον, για την συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας, μιας πολιτείας της οποίας η μορφή και οι δομές της θα αποτελούν απόρροια των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που θα έχουν θεσπιστεί από τους πολίτες, συνδρομητικό ρόλο στη σύγχρονη εποχή σχετικά με τη θεμελιακή σύστασή της παίζουν τόσο η υιοθέτηση του τρόπου ερμηνείας της αφήγησης της παράδοσης όσο και η επικουρία της πολιτικής επιστήμης στο επίπεδο της διαδικαστικής λειτουργίας των θεσμών, της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής στρατηγικής, των διακρατικών ή υπερκρατικών σχέσεων και της διαρκούς διοικητικής και οργανωτικής αναθεώρησης των πολιτικών στόχων στην συλλογική κλίμακα με τη συμμετοχή των πολιτών.
Κάθε συζήτηση για την πολιτική και την κοινωνική οντολογία έχει ως συγκροτητικό στόχο την λειτουργική οργάνωση της κοινωνίας και την επιτυχημένη θεσμικά διαχείριση των θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών ρόλων που δομούν τη διοικητική της ευρυθμία. Στην πολιτική επιστήμη και θεωρία όλες οι πρωταρχικές συνιστώσες μιας ουσιαστικής βάσης για την επιστημονική αυτονομία της ανάγονται στον Θουκυδίδη και στους κλασσικούς φιλοσόφους τους 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. Πρώτος ο Θουκυδίδης απαγκίστρωσε την μυθολογική ιστορική αφήγηση από κάθε είδους στοιχεία της παράδοσης με τα οποία ήταν προσδεμένη, όπως η θρησκεία και η εθιμική λαογραφία, που απέρρεαν από συγκεχυμένες συνδηλώσεις προς την κοινωνία, και εγκαινίασε τις απαρχές ενός επιστημονικού λόγου για την πολιτική, τον διαρθρωμένο πολιτικό λόγο που πρέπει να μετέλθουμε για να εκκαθαρίσουμε τα όποια προτάγματα του κοινοτισμού δεν προσαρμόζονται κατάλληλα στις κατεστημένες παρωχημένες δομές που χαρακτηρίζουν το σημερινό πολιτικό σύστημα. Όλες αυτές οι Θουκυδίδειες συλλήψεις πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Είναι αξιόλογο όμως να επισημανθεί ότι αυτή η καινοτόμος πρόθεση του Θουκυδίδη να συγγράψει ιστορία, να αφηγηθεί αριστοτεχνικά με τρόπο αντικειμενικό την ιστορική παράθεση των γεγονότων της εποχής του αφαιρώντας, γραμματολογικά τουλάχιστον, υποδειγματικά κάθε υποκειμενική προσέγγιση του συμβάντος, έλαβε χώρα λίγο αργότερα ή παράλληλα με την συγκρότηση της αθηναϊκής πόλεως σε δημοκρατία. Αυτό δεικνύει ότι μια κοινωνία που αναγάγει το λόγο ως δημόσιο εργαλείο όσμωσης της κοινής εμπειρίας, δύναται να μεταβάλλει και την ποιότητα του πολίτη, του ανθρωπολογικού τύπου της.
Επίλογος
Η ελληνική κοινοτική πολιτεία στην ουσία της δεν συλλαμβάνει ως υποκείμενό της ούτε το άτομο ούτε την αφηρημένη έννοια της κοινωνίας, αλλά τη σχέση ανάμεσα σε άνθρωπο με άνθρωπο, τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τη σχέση με τη φύση, τον κόσμο ή το υπερβατικό. Στον Ελληνικό Κοινοτισμό η ελευθερία εκλαμβάνεται ως σχέση, γιατί το καθολικό νόημα για τη ζωή και τον κόσμο βιώνεται μέσα από την αμεσολάβητη, από κυριαρχικά συστήματα, διαπροσωπική και δημόσια κοινότητα, η οποία νοηματοδοτεί και πραγματώνει εξολοκλήρου τόσο την εσωτερική ψυχική διάρθρωση του ανθρώπινου είναι όσο και την εξωτερική αισθητική εκφραστική της ύπαρξής του.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014


ΑΝΤΙΒΑΡΟ: ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ


 Αν ανατρέξουμε στην ελληνική ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως περίοδοι ακμής και υψηλής δημιουργικής δραστηριότητας των Ελλήνων, υπήρξαν εκείνες που διαπνέονταν από το κοινοτικό πνεύμα και ήθος.
Και στην αρχαιότητα και στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι το 1922, οι κοινότητες θα συντελέσουν αποφασιστικά στην ακμή του νεώτερου Ελληνισμού. Οποτεδήποτε υπήρξε συγκρότηση μεγαλύτερων κρατικών οντοτήτων (ελληνιστικοί χρόνοι, Ρωμανία, σύγχρονο Ελληνικό έθνος-κράτος) και υπήρξε αντιπαράθεση στο κοινοτικό πνεύμα, αυτό οδήγησε στην απομείωση και συρρίκνωση του δημιουργικού πνεύματος του ελληνισμού. Μοιάζει ως εάν οι Έλληνες να μπορούν να δημιουργούν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο εύκολα μέσα από κοινοτικές δομές, ενώ αντιθέτως \”νεκρώνονται\” στις συνθήκες των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών κρατικών οντοτήτων.
H μελέτη και η ανάδειξη των Κοινοτήτων των Ελλήνων, του κοινοτισμού, είναι ένα ταξίδι στην κοσμολογία της νοήσεως, στην ανάδειξη του προσώπου και στη οντολογία των σχέσεων, όπως αυτό προκύπτει από την εκδίκηση της φυσικής, τη σχιζοφρένεια της Δύσεως και τη θεραπεία της καθ΄ ημάς Ανατολής.
Ο κοινοτισμός της παραδόσεως μας είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος κοινωνικής οργανώσεως, ο οποίος αντανακλά την ανθρωπολογία και την οντολογία.
Στηρίζεται και εκφράζει την ανώτερη ανθρωπολογική βαθμίδα, το ΠΡΟΣΩΠΟ.
Γιατί κατέρρευσε; Γιατί αποτελεί την μόνη έξοδο από την κρίση της νεωτερικότητας;
Γιατί μας ενδιαφέρει;
Πολύ επιγραμματικά, τα ναρκωτικά και οι εξαρτήσεις είναι εκφράσεις αστοχίας στη ζωή, σύμπτωμα της νεωτερικότητας, ακύρωση της πορείας του ανθρώπου από το κατ΄ εικόνα στο καθ΄ ομοίωση, πορεία τρεπτότητας από το ον στο μη ον, άρνηση της φύσεως, ακύρωση του προσώπου.
Ο ελληνικός κοινοτισμός.
Κατά τον Αριστοτέλη η ελληνική Πόλις συγκροτείται από Κοινότητες και οι κοινότητες από Οίκους. Η μικρή πόλις συμπίπτει με την κοινότητα, η μεγάλη περιλαμβάνει πολλές κοινότητες. Η οικογένεια και η κοινότητα είναι αναγκαίες για το ζην, ενώ η πόλις για το ευ ζην. Το ζην το μεταμορφώνει σε ελληνικό ευ ζην μια ειδική δομή παραδόσεων, γι΄ αυτό το ελληνικό έθνος δεν είναι η ποσοτική ολότητα των ελληνίδων πόλεων, αλλά κάθε μια απ΄ αυτές είναι η συγκεκριμένη και πλήρως ενσαρκωμένη υπόσταση της ελληνικής καθολικότητας.
Το “φυσικό” κύτταρο του ελληνικού έθνους δεν είναι η οικογένεια, όπως π.χ. του κινεζικού, αλλά η κοινότητα. Ο άνθρωπος δεν γίνεται Άτομο “αποσπώμενος” από την οικογένεια (ή την πατριά), όπως νομίζουν μερικοί. Το ελληνικό Άτομο είναι η υποστατική όψη της ελληνικής κοινὀτητας.
Στην εξέλιξη της η ελληνική κοινότητα ολοκληρώνεται σε πόλι-κράτος, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνειδητή συλλογική αυτοθέσμιση. Η πολιτειακή αυτοθέσμιση περιλαμβάνει και την εκπαίδευση του πολίτη με κριτήρια αμιγώς “πολιτικά”. Διαμορφώνει δηλαδή η ίδια, σύμφωνα με τα πρότυπά της, το Άτομο-Πολίτη, το πολιτικό της κύτταρο. Η συνειδητή αυτοθέσμιση της πόλεως δεν καταργεί, ωστόσο, το γεγονός ότι η φυσική μήτρα του ελληνικού Ατόμου είναι η κοινότητα. Η ατομικότητα δεν ξανα χύνεται σε καλούπι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της κοινότητας.
Η κοινότητα είναι μια ομάδα, συνήθως μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, οι οποίοι οργανώνονται στον χώρο και τον χρόνο, έτσι ώστε να μπορούν να επιβιώσουν κάνοντας την άριστη δυνατή βιώσιμη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τοπικού οικοσυστήματος και καταφεύγοντας συμπληρωματικά σε υπερόριες, εμπορικές κυρίως, δραστηριότητες, μέσω των οποίων λύνουν εποικοδομητικά και το πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Η βάση της κοινότητας είναι ένας απολύτως γειωμένος ρεαλισμός.
Το σύστημα ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της κοινότητας βασίζεται στην παραγωγική αλληλεγγύη: Στη συλλογική ρύθμιση των σχέσεων γεωργίας και κτηνοτροφίας, στην εκτέλεση έργων με προσωπική εργασία, στην αποθεματοποίηση μέρους του πλεονάσματος για τις κακές χρονιές κ.λ.π. Η κοινότητα αποφασίζει μόνη της για όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τη συνέλευση-Εκκλησία της κοινότητας και λογοδοτούν σ΄ αυτήν. Και η θρησκεία της, αυτό που λέμε λαϊκή θρησκευτικότητα και κρατά από την προομηρική εποχή, είναι ζυμωμένη με τις πολυώνυμες ζωτικές λειτουργίες της κοινότητας. Η κοινότητα είναι έτσι οργανικά αυτόνομη. Η αυτονομία της αναπτύσσεται ή ψαλιδίζεται, αναλόγως με το υπερκείμενο κάθε φορά ευρύτερο σύστημα εξουσίας: το μυκηναϊκό, των πόλεων-κρατών, των ελληνιστικών βασιλείων, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της φραγκοκρατίας και τέλος της τουρκοκρατίας. Όσο διατηρεί την παραγωγική αυτονομία της, η κοινότητα διεκδικεί και την πολιτική αυτονομία της. Οι χειρότερες εποχές της συμπίπτουν με τη μεσαιωνική φραγκοκρατία (13ος αιώνας), όπου η φεουδαρχία διαλύει την κοινότητα, για να μεταβάλει τον αγρότη σε δουλοπάροικο, και με τη νεωτερική φραγκοκρατία (19ος-20ος αιώνας), όπου ο κρατικός μεταπρατικός παρασιτισμός καταστρέφει την παραγωγική βάση της κοινότητας, για να ρίξει τον πληθυσμό της στην εσωτερική και την εξωτερική μετανάστευση.
Δευτερογενώς το ελληνικό Άτομο είναι μορφωτικό προϊόν της κοινότητας. Η αυτονομία του είναι μετοχή στη συλλογικώς κατακτημένη κοινοτική αυτονομία.
Μπορούμε να ονομάσουμε ελληνικό κοινοτισμό την παράδοση, που έχει δημιουργήσει στον ελληνικό χώρο η διαχείριση της τοπικής κοινοτικής αυτονομίας. Η παράδοση αυτή είναι ο φυσικός μηχανισμός αναπαραγωγής της ελληνικής κοινότητας. Όταν Άτομα ελληνικού τύπου συνέρχονται προς σχηματισμό κοινότητας, τείνουν στο συμβιωτικό πρότυπο που εισηγείται η συγκεκριμένη αυτή παράδοση.
Το κεντρικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινοτικού προτύπου είναι η ολική αυτονομία αλλά και το μικρό μέγεθος. Καθώς από καταβολής ελληνικής εξατομίκευσης τίθεται σε προτεραιότητα το αδιαμεσολάβητο κοινωνείν, οι Έλληνες φτιάχνουν μικρές κοινότητες, ώστε το πολιτικό πεδίο να ρυθμίζεται από τις προσωπικές σχέσεις. Απεχθάνονται τη διαμεσολάβηση των σχέσεων από απρόσωπες λογικές μηχανές. Το αδιαμεσολάβητο κοινωνείν είναι το κεντρικό ζητούμενο και η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού τρόπου συγκρότησης κοινότητας από κάθε άλλη μορφή κοινοτισμού. Ο ελληνικός κοινοτισμός δεν έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική εξατομίκευση. Απεναντίας, είναι η συλλογική της έκφραση και ενσάρκωση. Η ελληνική εξατομίκευση βασίζεται στη γνώση ότι η ατομική ελευθερία προϋποθέτει την εκούσια υποταγή στον Νόμο. Σε ένα ατομοκεντρικό περιβάλλον, βασισμένο στην αμεσὀτητα των σχέσεων, δεν αρκεί η “γνωστότητα” και η πιθανότητα φιλικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών, για να υπάρξει κοινότητα ελευθέρων Ατόμων. Η ατομική ελευθερία είναι αδιανόητη δίχως την εκούσια υποταγή στον Νόμο. Όμως η εκούσια τήρηση του Νόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και αυθόρμητο. Προϋποθέτει πρακτικές συλλογικής και προσωπικής κάθαρσης των παθών. Προϋποθέτει την Τραγωδία και την Αρετή. Ο Νόμος, ο ελεύθερα συναποφασισμένος, βασίζεται στην τραγική συνείδηση και στην προσωπική αρετή των πολιτών-οπλιτών. Αν διαβρωθεί η βάση αυτή, ο Νόμος καταρρέει, συμπαρασύροντας και την ατομική ελευθερία.
Η τοπικότητα, το ρίζωμα στον οικείο φυσικό χώρο, δεν είναι στοιχείο καθοριστικότερο για την κοινότητα από το ρίζωμά της στο πεδίο των αδιαμεσολάβητων σχέσεων, των διεπόμενων από τον απροσωπόληπτο Νόμο. Είναι χαρακτηριστική η απειλή του Θεμιστοκλή προς τους άλλους Έλληνες, όταν συζητούσαν για την αμυντική στρατηγική έναντι της περσικής απειλής: αν επιμένετε στη λάθος άποψή σας, η Αθήνα θα μπει στα καράβια της και θα μετακομίσει στη Δύση. Κι αυτό παρόλο που η αττική γη ήταν ιερή για τους Αθηναίους. Το υπογραμμίζει άλλωστε η μακρά ιστορία του ελληνικού αποικισμού. Η πόλις είναι οι πολίτες της.
Από τη στιγμή που οι μικρές κοινότητες συσσωματώνονται σε πόλι-πατρίδα ο Ελληνισμός αποκτά ένα ιδιόμορφο σύστημα δίχως ιεραρχική δομή. Όσο η ελληνική εξατομίκευση διανύει την ανοδική της τροχιά, το σύστημα αυτό είναι πανίσχυρο. Τόσο απέναντι, στην εσωτερική βαρβαρική απειλή, όσο και απέναντι στην εξωτερική. Εσωτερικά , γιατί καμία πόλις δεν είναι τόσο ισχυρή, που να κυριαρχήσει πάνω στις άλλες, ώστε να απειληθεί με γενίκευση ενδεχόμενη βαρβαρική (κολεκτιβιστική – τυραννική) υποστροφή της. Εξωτερικά, γιατί κανείς βαρβαρικός στρατός δεν έχει την ευελιξία που χρειάζεται, για να αντιμετωπίσει ένα συνασπισμένο Πανελλήνιο.
Το ελληνικό πρόβλημα σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο ανθρωπολογικό φαινόμενο: Την αναπόφευκτη μηδενιστική αποσύνδεση του Ατόμου, όταν φτάσει στην ολοκλήρωσή του. Και τους δύο δρόμους που τότε ανοίγονται: τον ευρύχωρο της υποστροφής σε ένα νέο κολεκτιβισμό και τον στενό και τεθλιμμένο της μεταλλαγής του Ατόμου σε Πρόσωπο και της συναφούς διαφυγής της κοινότητας από την πόλωση ατομοκεντρισμού-κολεκτιβισμού. Ο νεωτερικός άνθρωπος, που τόσο εύκολη έχει την αλαζονική κριτική, ήδη καλείται να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα και μάλιστα σε πλανητική κλίμακα. Είναι τώρα η σειρά του να δει πόσα απίδια παίρνει ο σάκος.
Η συγκρότηση ενός πολιτιστικού ρεύματος.
Ζούμε την κρίση της νεωτερικότητας, τη κατάρρευση του λεγόμενου Δυτικού πολιτισμού. Ως βασικό αίτιο μπορούμε να αναφέρουμε, εκτός των άλλων, την κατάρρευση του πυλώνα της πραγματικής επιστήμης υπό το βάρος των θέσεων και απόψεων της σύγχρονης φυσικής και των Μαθηματικών.
ΈΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΡΕΥΜΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΜΗΘΕΙ, αλλά και να επιζήσει, είναι αναγκαίο να στηρίζεται στους επόμενους τρεις, συνεχώς εξελισσόμενους, πυλώνες.
Ο πρώτος πυλώνας είναι η εσωτερική φιλοσοφία, ο δεύτερος η επιστημονική κοσμοθεωρία και ο τρίτος η κοινωνική φιλοσοφία.
Ως εσωτερική φιλοσοφία εννοούμε το σύνολο των αναπόδεικτων πεποιθήσεων μιας κοινωνίας, σε θέματα τα οποία αφορούν τη φύση του Ανθρώπου και του Κόσμου. Οι βαθιά ριζωμένες αυτές ανθρώπινες απόψεις, αν και δογματικές, στο πλαίσιο της κάθε κοινωνίας “φαντάζουν” αυταποδείκτως ορθές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αναπόδεικτες αυτές φιλοσοφικές θέσεις αποτελούν μια έντονη ανάγκη της κοινωνίας. Συγχρόνως, δρουν ως συναισθηματικός και ψυχολογικός καταλύτης προκειμένου να αποδιώξουν τα αναπτυσσόμενα συναισθήματα φόβου και δέους που την κατέχουν, μπροστά στα μυστήρια της ύπαρξης του Ανθρώπου και του Σύμπαντος.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία, η οποία αποτελεί το κομμάτι των πεποιθήσεων της κοινωνία οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν, όχι όμως και να αποδειχθούν σε όλες τις περιπτώσεις, με κάποιο φυσικό τρόπο, αλλά πάντα με βάση την ανθρώπινη λογική την οποία έχει αναπτύξει η κοινωνία.
Η επιστημονική κοσμοθεωρία, δηλαδή, σταματά στο επίπεδο μιας εφαρμοσμένης φιλοσοφίας. Έτσι σήμερα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι προσωκρατικοί θετικοί φιλόσοφοι είχαν αναπτύξει ένα τέτοιο σύστημα επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Αυτό συνάγεται από το ότι, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν το τι συμβαίνει στο Σύμπαν, δεν χρησιμοποιούσαν τη δράση θεών και δαιμόνων, αλλά τους επαγωγικά δομημένους λογικούς συνειρμούς. Προσπαθούσαν δηλαδή, χρησιμοποιώντας ως όργανο μόνο τη λογικά και την παρατήρηση, να φτάσουν επαγωγικά στην αλήθεια των φυσικών φαινομένων.
Ο τρίτος, πυλώνας ενός πολιτισμικού ρεύματος είναι η κοινωνική φιλοσοφία. Τι εννοούμε όμως με τον όρο κοινωνική φιλοσοφία; Κάθε κοινωνία, η οποία έχει αναπτύξει κάποια συγκεκριμένη εσωτερική φιλοσοφία και μια συγκεκριμένη επιστημονική κοσμοθεωρία πρέπει να διοικηθεί , να δομήσει δηλαδή ένα διοικητικό σύστημα αξιών. Η φιλοσοφική θεώρηση αυτού του διοικητικού συστήματος αποτελεί την κοινωνική φιλοσοφία.
Όμως για να επιζήσει το αναπτυσσόμενο αυτό πολιτισμικό ρεύμα, οι τρεις προηγούμενοι πυλώνες πρέπει να αναπτύσσονται ισόρροπα. Αυτό σημαίνει ότι το περιεχόμενο και τα όποια δεδομένα, ή αποτελέσματά τους, θα πρέπει να είναι συνεπή μεταξύ τους, να μην αλληλοαναιρούνται, αλλά να αλληλοεπιβεβαιώνονται και να αλληλοστηρίζονται δομικά.
Αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική φιλοσοφία πρέπει να επιβεβαιώνει και να επιβεβαιώνεται από την επιστημονική κοσμοθεωρία. Με έναν ανάλογο τρόπο, η επιστημονική κοσμοθεωρία και η εσωτερική φιλοσοφία πρέπει να βρίσκονται σε ευθεία αντιστοίχιση με την κοινωνική φιλοσοφία, δηλαδή τη φιλοσοφία του κοινωνικού συστήματος που πρέπει να εγκαθιδρυθεί σε αυτή την κοινωνία. Βεβαίως τα προηγούμενα αποτελούν την απαρχή του πολιτισμικού ρεύματος, το οποίο θα πρέπει να συνεχίσει την εξέλιξη του στο πλαίσιο των αναφερθέντων κανόνων και δεσμεύσεων.
Το πραγματιστικό πολιτιστικό ρεύμα των δυτικών κοινωνιών.
Οι δυτικές κοινωνίες οικοδομήθηκαν και οργανώθηκαν στην βάση του Ιουδαϊκού αριστοτελικού υλισμού της Δυτικής Καθολικής Εκκλησίας (και των μετέπειτα παραφυάδων και εκφάνσεων).
Η επικράτηση του “εκλεκτικού” Αριστοτελισμού, ως εσωτερικής φιλοσοφίας από μέρους του πολιτισμικού αυτού ρεύματος, είχε ως αποτέλεσμα ο δεύτερος πυλώνας αυτού του ρεύματος, η επιστημονική κοσμοθεωρία, να ταυτιστεί με το περιεχόμενο της αριστοτελικής μελέτης του αισθητού μόνο κόσμου. Σ΄ αυτή την επιστημονική κοσμοθεωρία στηρίχτηκε η γέννηση και η ανάπτυξη της δυτικής επιστήμης, η οποία, στο υπόβαθρό της, έκρυβε δύο αξιωματικές παραδοχές: την αποδοχή ως αληθών αφενός μεν της κλασικής νευτώνειας φυσικής, αφετέρου δε της ευκλείδειας γεωμετρίας. Σ΄ αυτά τα θεμέλια δομήθηκε η επιστήμη του πολιτισμικού μας ρεύματος, η οποία στην εφαρμοσμένη μορφή της γέννησε τη δυτική τεχνολογία.
Ως τρίτο πυλώνα, αυτόν της κοινωνικής φιλοσοφίας, το πολιτισμικό αυτό ρεύμα υιοθέτησε την αριστοτελική Αριστοκρατική Ολιγαρχία, η οποία στη συνέχεια γέννησε τον Δυτικό Καπιταλισμό, σαν ένα γενικό σύστημα κοινωνικών αξιών. Αυτός, κατά τόπους, έδωσε διάφορα καπιταλιστικά πολιτικά συστήματα.
Σ΄ αυτό το πολιτισμικό μοντέλο, μπορούμε να ταυτίσουμε την παγκόσμια εξουσία με την έννοια της παγκόσμιας αγοράς. Η ταύτιση αυτή μπορεί να γίνει εφόσον είναι σε όλους γνωστό ότι η παγκόσμια οικονομία είναι εκείνη τη οποία όλοι υπηρετούν σήμερα και η οποία έχει τον έλεγχό της τον Δυτικό Χριστιανισμό, τη δυτική τεχνολογία και τις κατά τόπους πολιτικές εκφράσεις. Ως εκ τούτου αυτή είναι στην ουσία η πραγματική παγκόσμια εξουσία.
Σήμερα πλέον, αναγνωρίζοντας στο πλαίσιο αυτού του πολιτισμικού ρεύματος πάμπολλα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα σήψης, πολλοί αισιόδοξοι πιστεύουν ότι αυτά έχουν περιορισμένο και τοπικό χαρακτήρα, είναι π.χ. αμερικανικά ή αγγλικά ή ελληνικά φαινόμενα. Κάτι τέτοιο δεν είναι αληθινό, εφόσον τα φαινόμενα αυτά είναι παγκόσμιας εμβέλειας και ως εκ τούτου προαναγγέλουν την κατάρρευση του ίδιου του πολιτισμού μας και όχι των επιμέρους τοπικών κοινωνιών που αυτός διαμόρφωσε.
Το ενδιαφέρον όμως είναι να μελετήσουμε το γιατί ο δυτικός αυτός πολιτισμός μας καταρρέει. Ως βασικό αίτιο μπορούμε να αναφέρουμε, εκτός τω άλλων, την κατάρρευση του πυλώνα της πραγματιστικής επιστήμης κάτω από το βάρος των θέσεων και απόψεων της σύγχρονης Φυσικής και των Μαθηματικών.
Το βέβαιο είναι ότι στο πλαίσιο του κρατούντος πραγματιστικού πολιτισμικού ρεύματος, οι προηγούμενοι πυλώνες που θα έπρεπε να συντηρούν τον δυτικό πολιτισμό, αντί να ομονοούν και να συμφωνούν επί της ουσίας, βρίσκονται σε σύγκρουση και αντιπαράθεση. Έτσι σήμερα πλέον αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο, οι πολιτικές εκφράσεις να αντιμάχονται τη χριστιανική εκκλησιαστική δομή, η επιστήμη και η τεχνολογία τις πολιτικές εκφράσεις και τις εκκλησιαστικές δομές, η χριστιανική διοικητική δομή το πολιτικό σύστημα και την επιστήμη κ.ο.κ.
Η προαναφερόμενη σύγκρουση οδηγεί στη διάλυση και την πολιτισμική κατάρρευση. Αυτό αναμενόταν από τους μελετητές των πολιτισμών εδώ και πολλά χρόνια. Λόγω αυτού του γεγονότος έχει αρχίσει να σχηματοποιείται, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, μια πρώτη βάση ενός πολιτιστικού ρεύματος. Το νέο πολιτισμικό ρεύμα θα το δούμε πολύ σύντομα να ανατέλλει με όλα τα θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά του.
Σύγχρονη Φυσική και Μαθηματικά.
Από την Κβαντική φυσική και τη Μη Γραμμική Δυναμική (θεωρία του χάους) μαθαίνουμε ότι “βλέπουμε το περιβάλλον μας όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως και οι αισθήσεις μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε”. Η ύλη δεν είναι πλέον το αναλλοίωτο σύμπλεγμα μορίων του Νεύτωνα, αλλά το πύκνωμα ενός ενεργειακού ρεύματος. Στο πλαίσιο του χωροχρόνου του Αϊνστάιν, η ύλη δεν αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, αλλά μια ιδιομορφία πεδίου.
Μέσω του συνόλου των αισθήσεων μας δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε παρά μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι του συμπαντικού χώρου που μας περιβάλλει. Η αδυναμία αυτή των ανθρώπινων αισθήσεων μας αναγκάζει να περιορίζουμε τον κόσμο των αισθητών εντυπώσεων μας σε ένα πολύ μικρό υποσύνολο του συμπαντικού χώρου. Να σχηματίζουμε δηλαδή αυθαίρετα, μέσω των αισθήσεων μας, μια ελαχιστότατη ευκλείδεια υποκειμενική τομή στο συνεχές μη ευκλείδειο χωροχρονικό γίγνεσθαι, εντός της οποίας δημιουργούμε ό,τι ονομάζουμε “Κόσμο των αισθήσεων μας”.
Οι ανθρώπινες λοιπόν αισθήσεις δεν αποτελούν το αδιάψευστο κριτήριο της αλήθειας των συμπαντικών μορφών και φαινομένων. Ό,τι αυτάρεσκα ονομάζουμε εξατομικευμένο υλικό αντικείμενο αποτελεί μια σκιά αυτού που πραγματικά είναι στο πλαίσιο της μη αισθητής πραγματικότητας. Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε πλέον να πούμε ότι: μέσω των διαφόρων οργάνων μας που τις ενισχύουν, δεν αντιλαμβανόμαστε το Σύμπαν όπως αυτό είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως έχει τη δυνατότητα να το αντιληφθεί ο εγκέφαλός μας μέσω των ατελέστατων ανθρώπινων αισθήσεων. Η πραγματική φύση του τετραδιάστατου μη Ευκλείδειου Σύμπαντος είναι μη αισθητή και περιγράφεται μόνο μέσω μαθηματικών σχέσεων.
Δεδομένου δε ότι ο ευκλείδειος αισθητός χώρος είναι ουσιαστικά μια ειδική περίπτωση ενός χώρου Riemann, αλλάζει και η γεωμετρία. Έχουμε λοιπόν τη Ρωμάνεια γεωμετρία, η οποία αποτελεί μια γενίκευση της γεωμετρίας του Lobatschewski, ενώ η ευκλείδεια γεωμετρία είναι ένας περιορισμός της γεωμετρίας του Lobatschewski για απεροστά κομμάτια του χώρου.
Το Ιδεαλιστικό Πολιτιστικό Ρεύμα.
Σε σχέση με το επικρατήσαν, και ήδη υπό κατάρρευση, μοντέλο του Δυτικού Πολιτισμού, το αντίστοιχο της καθ΄ ημάς Ανατολής δεν μπόρεσε να εξελιχθεί και να επιβληθεί.
Οι πυλώνες του ήταν: 1) η Ανατολική Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία (με βάση την Ορθόδοξη Πατερική Γραμματεία και την προσωποκεντρική οντολογία), 2) η Προσωκρατική Θετική Ελληνική Σκέψη, 3) η Κοινωνική φιλοσοφία της Άμεσης Δημοκρατίας.
Το σύστημα αυτό κατέρρευσε γιατί δεν κατέστη δυνατή η μετεξέλιξη της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, της Προσωκρατικής Θετικής Ελληνικής Σκέψης, σε επιστήμη και στη συνέχεια σε τεχνολογία. Αυτά ανάγκασε τους άλλους δύο πυλώνες να εξελιχθούν αυτόνομα, να στηριχθούν για κάποιο διάστημα στο Επικρατήσαν Δυτικό μοντέλο και λόγω των αντιφάσεων και αλληλοαναιρέσεων, κατέρρευσαν.
Η ανασύσταση του Ιδεαλιστικού Πολιτισμικού Μοντέλου.
ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΟΜΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ του δυτικού κόσμου βρίσκεται σήμερα υπό κατάρρευση και ο λόγος είναι απλός: O ένας πυλώνας του, αυτός της κλασικής επιστήμης, καταπίπτει, παρασύροντας ολόκληρο το πολιτισμικό οικοδόμημα. Αυτό συμβαίνει από τη στιγμή που η σύγχρονη επιστήμη διαπίστωσε ότι τα οικοδομήματα της νευτώνειας φυσικής, καθώς και της ευκλείδειας γεωμετρίας, πάνω στα οποία στηρίχτηκε ο πυλώνας της επιστήμης στο πραγματιστικό πολιτισμικό ρεύμα, στέκουν ανίσχυρα να ερμηνεύσουν τη συμπαντική πραγματικότητα.
Συγχρόνως όμως με την κατάρρευση του επιστημονικού πυλώνα του πραγματιστικού ρεύματος, με βάση τη σύγχρονη Φυσική και τα μοντέρνα Μαθηματικά, άρχισε να αναπτύσσεται ο επιστημονικός πυλώνας του λησμονημένου Ιδεαλιστικού Πολιτισμικού Ρεύματος. Έτσι από τη στιγμή που η Νέα Φυσική και τα Σύγχρονα Μαθηματικά είναι συνέχεια της προσωκρατικής θετικής σκέψης και ενισχύουν τον πλατωνικό ιδεαλισμό, ξαναγεννιέται στα ερείπια του καταρρέοντος δυτικού πραγματιστικού πολιτισμικού ρεύματος το Νέο Πολιτισμικό Ρεύμα της επόμενης χιλιετίας. Το ξεχασμένο αλλά τόσο σύγχρονο πλέον αυτό πολιτισμικό ρεύμα είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι αναγεννάται αυθόρμητα, χωρίς σχεδιασμούς ισχυρών δυνάμεων, πολιτικά παρασκήνια, ίντριγκες και οικονομικούς εκβιασμούς. Ο δρόμος βέβαια θα είναι μακρύς, τραχύς και γεμάτος συγκρούσεις. Το σίγουρο όμως είναι ότι, στο άμεσο μέλλον, θα πρέπει η δυτική τεχνολογία, με βήματα σταθερά, κάνοντας την αυτοκριτική της, να βρει τη σχέση και τη σύνδεσή της με τα νέα επιστημονικά αλλά και κοινωνικά δεδομένα. Οι θρησκευτικές, διοικητικές και δογματικές δομές του Ορθόδοξου Χριστιανισμού θα πρέπει να επιστρέψουν στις βασικές μεταφυσικές και θεολογικές καταβολές του Χριστιανισμού. Η επιστροφή αυτή είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με μια αναζήτηση νέων βάσεων εκκίνησης και εξέλιξης στο πλαίσιο των νέων επιστημονικών και κοινωνικών αναζητήσεων.
Τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να επαναπροσανατολίσουν τη φιλοσοφία αλλά και την πρακτική τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης όσο και τις πρωτογενείς αξίες του Χριστιανισμού και της Δημοκρατίας.
Ο δρόμος φυσικά δεν θα είναι εύκολος μέχρι τη στιγμή της κυριαρχίας του Νέου Πολιτισμικού Ρεύματος, και ίσως χρειαστούν δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια προσπάθειας. Το πρώτο βήμα όμως πρέπει να γίνει άμεσα και χωρίς δισταγμό.
Αναγκαία προϋπόθεση της ανάπτυξης του Ιδεαλιστικού πολιτισμικού ρεύματος είναι η αφομοίωση, εκ μέρους του συνόλου της κοινωνία, της αναπτυσσόμενης νέας επιστημονικής σκέψης και του εφαρμοσμένου χαρακτήρα της. Το γεγονός αυτό θα πείσει την κοινωνία ότι τα νέα επιστημονικά ρεύματα έχουν τη δυνατότητα, αν υποστηριχθούν, να αναπτύξουν μια νέα τεχνολογία, εναρμονισμένη στις ανάγκες του νέου ιδεαλιστικού πολιτισμικού ρεύματος που τόση ανάγκη έχει ολόκληρος ο κόσμος.
Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία.
Έχει σημασία να σχολιασθεί η περίοδος της Τουρκοκρατίας. Γιατί τότε η αυτόνομη κοινότητα ήταν η βάση για την ουσιαστική ανθρώπινη ελευθερία. Γιατί επιβεβαιώθηκε ακόμα μια φορά το γιατί η Δύση παράγει άτομα και η Ανατολή πρόσωπα.
Η νεοελληνική κοινότητα αποτέλεσε διοικητικό κύτταρο που διέσωσε στο νεοελληνικό ήθος τον πόθο της ελευθερίας. Ασφαλώς, το ιδεότυπο της κοινοτικής ελευθερίας δεν έχει σχέση με την έννοια του φιλελευθερισμού που προβλήθηκε στις αστικές δημοκρατίες. Σ ημαντικότερη διαφορά είναι η εξής: η κοινοτική ελευθερία αποτελεί ιδιότητα που κάποιος απολαμβάνει, εφόσον αποδέχεται έναν κώδικα ετερότητας ετερονομίας που τον διαφοροποιεί οριστικά και αμετάκλητα από τον μουσουλμάνο. Επομένως, δεν πρόκειται για κοινωνική ελευθερία, αλλά για προσωπική ελευθερία που καθορίζεται επί τη βάση νόμων που διαιρούν το κοινωνικό σύνολο σε ομάδες.
Στα πλαίσια αυτής της διαφοροποίησης, ο άνθρωπος δεν συλλαμβάνεται ως άτομο αλλά ως πρόσωπο. Στην εξατομικευμένη μονάδα (άτομο), κανένας συνειδησιακός νόμος δεν έχει ισχύ. Αυτοί οι νόμοι αφορούν τα ανθρώπινα πρόσωπα που δρουν με επιταγές ηθικές. Εφόσον, λοιπόν, η διάκριση χριστιανού-μουσουλμάνου βασιζόταν στην επιλογή πίστεως (συνειδησιακή δηλαδή επιλογή) ολόκληρη η θήτευση ενός χριστιανού στην κοινοτική πραγματικότητα ήταν θητεία συνειδήσεως.
Με άλλα λόγια, οι κοινότητες εξασφάλιζαν την αυτονομία στα μέλη τους όχι με τη διαδικασία της ταύτισης προς την κρατούσα μουσουλμανική πλειοψηφία, αλλά της ετερότητας. Δηλαδή δεν επεδίωκαν να γίνουν μουσουλμάνοι για να έχουν προνόμια, αλλά αντίθετα συντηρούσαν τη χριστιανική ιδιότητα, η οποία τους διαχώριζε συνειδησιακά από τους μουσουλμάνους, άρα τους καθιστούσε πρόσωπα με ηθικές και συνειδησιακές επιλογές. Η νομική ομοιομορφία και ισονομία – θεμελιώδεις αρχές της αστικής δημοκρατίας – στις κοινότητες συνιστούσαν προσχώρηση προς τη μουσουλμανική μάζα και άρα αναίρεση της ιδιαιτερότητας του προσώπου (χριστιανού) που αποτελούσε και την κυρίαρχη πηγή της κοινοτικής εξουσίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές χριστιανικές κοινότητες της Μ. Ασίας κυρίως, το δικαίωμα της ψήφου δεν εξαρτιόταν μόνο από την περιουσιακή κατάσταση, τον μόνιμο τόπο εγκατάστασης κ.λ.π. αλλά από τον αριθμό των ψυχών κάθε κοινοτικής οικογένειας, με αποτέλεσμα πολύτεκνοι ψηφοφόροι ή πολυμελείς οικογένειες “επειδή σώζουσι και προστατεύουσι πολλάς ψυχάς” να κυβερνούν αυτοδικαίως τη μοίρα των κοινοτήτων τους.
Είναι περιττό να τονιστεί ότι η εξωμοσία ή η υιοθέτηση αποκλινόντων κωδίκων συμπεριφοράς και πρακτικής από τα κοινοτικά μέλη (κεπήνιο, γάμος με αλλόδοξους κ.λ.π.) αποδοκιμαζόταν ρητά με αποκοπή, ακόμα και όταν δεν επέσειαν εκκλησιαστική ποινή, επειδή συνιστούσαν περιφρόνηση προς τις ετερονομικές αρχές της ομάδας. Συμβαίνει, μάλιστα, συχνά οι κοινότητες να επιβάλλουν στις εκκλησιαστικές αρχές τη λήψη αυστηρών μέτρων, ακόμη και για πράξεις που δεν είναι στην πραγματικότητα εκκλησιαστικά κολάσιμες (π.χ. γάμος με αλλόδοξους).
Αυτός ο συντηρητικός μηχανισμός λειτουργίας, στα πλαίσια του οποίου απουσιάζει βεβαίως η (αστική) έννοια των “ατομικών δικαιωμάτων” , προέρχεται από βαθιά επίγνωση της προγονικής κληρονομιάς που επιχειρούν οι κατά τόπους κοινοτικοί άρχοντες να διασώσουν.
Η εφαρμογή των αρχών του δυτικού φιλελευθερισμού, γοητευτική απαίτηση πολλών μελετητών a posteriori θα οδηγούσε σε απορρόφηση του ελληνισμού από τους μουσουλμάνους.
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η πρακτική που υιοθέτησε από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση της οργάνωσης του ελληνικού ομογενειακού πληθυσμού, πολύ πριν το 1992, όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ τον κατέστρεψε πολεμικά.
Η Ελληνική ταυτότητα μπορεί να αποτελέσει πρόταση πολιτισμού.
Η κοινωνία είναι ένα απελευθερωμένο κοινωνικό σύστημα και η αληθινή ελευθερία ορίζεται από την απροσδιοριστία. Η προσαρμογή των ατόμων στις εξελίξεις δεν είναι ζήτημα χρόνου αλλά ζήτημα πολιτικό. Ο ρόλος του ανθρώπου στις κοινωνικές εξελίξεις είναι ζήτημα οντολογικής μεταμόρφωσης του ανθρώπου, όταν ο ίδιος συντελεί στη μεταβολή της κοινωνίας του. Αυτό φοβούμενη η δυτική κοινωνία και προκειμένου να μαθαίνει τα άτομα να μην αποδέχονται ότι τα ίδια είναι οι δημιουργοί της κοινωνίας τους, όρισε τη Λογική της σκέψης ως την εξω – κοινωνική πηγή προέλευσης των θεσμών, τοποθετώντας την στη θέση που καταλαμβάνουν σε άλλες κοινωνίες οι θεοί ή οι πρόγονοι. Έτσι δημιουργήθηκε η ετερόνομη πολιτεία του δυτικού πολιτισμού (ανελεύθερη, κλειστή). Στη δυτική κοινωνία οι κοινωνικές εξελίξεις είναι δημιούργημα δυνάμεων εκτός κοινωνίας (π.χ. νόμοι, ιστορία, αγορά). Η νέα κοινωνία οφείλει να είναι αυτόνομη γιατί η κοινωνική εξέλιξη είναι δημιούργημα των ατόμων και είναι θέμα παιδείας και εκπαίδευσης των ατόμων στο να αποδέχονται πως αυτά τα ίδια ορίζουν τους κανόνες, τις αξίες, τις σημασίες που δίνουν νόημα στη ατομική και κοινωνική ζωή. Μόνον έτσι επιτυγχάνεται η σύγκλιση του “θεωρείν” με το “ζην”.
H αυτόνομη κοινωνία έχει ρητή επίγνωση ότι κανόνες και σημασίες δεν είναι αδιαμφισβήτητοι θεσμοί. Ο άνθρωπος είναι ον που αποτελεί έργο του εαυτού του. Η μορφή του είναι ουσία επειδή είναι δημιούργημα.
Προτάσσοντας το Λόγο τέτοια κίνητρα εντοπίζουν την ασυμβατότητα της δυτικής ετερονομίας με συνθήκες απροσδιοριστίας. Η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που αντιμετωπίζει ανοικτά την πιθανότητα αυτοκαταστροφής ως πρόβλημα που δεν επιδέχεται προκαταβολικές λύσεις. Η ελληνική αυτονομία εδράζεται στο Λόγο και έτσι προσδιορίζεται η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, τον εαυτό του, την κοινωνία. Η αυτόνομη κοινωνία έχει ρητή επίγνωση ότι κανόνες και σημασίες δεν είναι αδιαμφισβήτητοι θεσμοί. Ο άνθρωπος είναι ον που αποτελεί έργο του εαυτού του. Η μορφή του είναι ουσία επειδή είναι δημιούργημα. Ο δυτικός πολιτισμός απαιτεί παγιωμένες νοητικές λειτουργίες ως προς την ικανότητα του λογικού υπολογισμού (προσαρμογή σε κοινωνικές απαιτήσεις με αποκρυσταλλωμένες ιδέες). Αυτό σημαίνει μειωμένες νοητικές ικανότητες παιγνιώδους νοημοσύνης και υστέρηση “ρεουσών” ικανοτήτων (λειτουργίες και ικανότητες που απαιτούν ενεργοποίηση του αισθησιοκινητικού συντονισμού, συν – κίνηση με φαντασία, σε αντιδιαστολή με τη λογική). Η λογική είναι δομή γενική κατασκευαστική, νοοτροπία πολιτισμού με συγκλίνουσα λογική. Η ετερονομία της δυτικής κοινωνίας δεν δέχεται την αποκλίνουσα νοητική λειτουργία γιατί αποτελεί το καθεστώς συμμόρφωσης στη κοινωνική λογική, προσφέροντας συνθετική ικανότητα. Ο ελληνικός τρόπος περικλείει την ποιητική ικανότητα ανα – σύνθεσης νοημάτων (ρέουσα νοημοσύνη, αμφισβήτηση κοινωνικής νοηματοδότησης, αναλογικοί συσχετισμοί). Η πραγματικότητα για τους Έλληνες είναι αυτή που επιβεβαιώνεται με το κοινωνείν.
Η πόλη δεν είναι ο φυσικός χώρος, είναι η οργάνωση των ανθρώπων όπως προκύπτει από τη σύμπραξη και τη συνομιλία και ο πραγματικός χώρος βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Η Ελληνική ταυτότητα αποτελεί κατ΄ αντίθεση προσδιορισμό, ώστε να είναι αυτό που δεν είναι. Η ελευθερία του προσώπου ως ολότητας σημαίνει ότι, ενώ η ανθρώπινη μορφή είναι ένα μορφοκλασματικό (φράκταλ) της φυσικής ύπαρξης (υπάρχει μέσα στην αυτοομοιότητα, ομοείδεια των κοινών φυσικών ενεργειών), διαθέτει τη δυνατότητα αποδέσμευσης από το πεδίο ανάγκης που επιβάλλει η ταυτότητα αυτή (υπαρκτική ετερότητα) (η μορφή του ανθρώπου είναι φράκταλ της φύσης του δημιουργού και γι΄ αυτό ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα το ενικότερον και το καθολικότερον).
Ιστορικά και πολιτισμικά διαθέτουμε την απάντηση στα αδιέξοδα και τις συγκρούσεις του νεωτερικού παραδείγματος. Η δική μας πρόταση για το μετα – νεωτερικό παράδειγμα είναι η επανασυνειδητοποίηση της κβαντικής μορφής του ανθρώπου, άτομο και σχέσεις, η εξέλιξη του ατόμου σε πρόσωπο και η ανάδυση του ενυπόστατου του προσώπου (αυτονομία, απόλυτη υπαρκτική ελευθερία, συμπληρωματική ετερότητα του καθενός προς τον άλλο άνθρωπο). Είναι η ανάδειξη του ΠΡΟΣΩΠΟΥ, του ανθρωπολογικού τύπου όπου η πόλωση ατομικισμού – κολεκτιβισμού, με την οποία πραγματώνεται η ατομικότητα, η αλληλεγγύη, η αυτονομία, η προσφορά, η ελευθερία και η δικαιοσύνη. Είναι η τριαδική οντολογία στην οποίαν αποτυπώνεται και από την οποίαν απορρέει η παραδοχή και της οντολογικής σημασίας και των ενεργειών – σχέσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Αντωνοπούλου – Τρέχλη Ζωή, Από την αρχαία ελληνική πόλιν στη Βυζαντινή Οικουμένην, εκδ.ΑΡΜΟΣ,Αθήνα,2004,
2) ΑΡΔΗΝ, 2003, Ο κοινοτικός συνεργατισμός και ο Κ.Καραβίδας, ΑΡΔΗΝ, τ.44, σελ.39
3) ΑΡΔΗΝ,2004, η τοπικοποίηση προϋποθέτει οικουμενική πρόταση, ΑΡΔΗΝ, τ.46, σελ.58,
4) Γερούκαλης Δημήτριος,2005, Η ελληνική ταυτότητα στην εποχή της παγκοσμοιοποιήσεως μπορεί να αποτελέσει πρόταση πολιτισμού, ΑΝΤΙΒΑΡΟ,
5) Δανέζης Μάνος, Θεοδοσίου Στράτος, Η κοσμολογία της νόησης, εκδ. ΔΙΑΥΛΟΣ, Αθήνα,2003,
6) Ζιάκας Θεόδωρος,1999, Η ελληνική ταυτότητα στη μεταμοντέρνα εποχή, ειδ.έκδοση ΑΒΑΤΟΝ, φθινόπωρο 1999,
7) Ζιάκας Θεόδωρος,2004, Κοινοτισμός και δεσποτισμός στον ελληνικό χώρο, ΑΡΔΗΝ,τ.46, σελ.55,
8) Ζιάκας Θεόδωρος,2005, Γιατί γίναμε Ρωμαίοι, ΑΡΔΗΝ, τ.57-58, σελ.35
9) Ζιάκας Θεόδωρος, Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδ.ΑΡΜΟΣ,Αθήνα,2005,
10) Μπακούρος Βασίλειος, 2005, Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία, ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ, 2137,σ. 68,
11) Ντρίνιας Θεόδωρος,2003, Κοινοτισμός, βήμα χειραφέτησης ή συντηρητική αναδίπλωση; , ΑΡΔΗΝ, τ.44,σελ.29
12) Πανταζόπουλος Νικόλαος,2003, Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, ΑΡΔΗΝ, τ.44, σελ.32,
13) Τσιβάκου Ιωάννα,1996, Ο άνθρωπος απέναντι στη διττή λειτουργία του οργανώνειν, η ελληνική περίπτωση, ΕΡΟΥΡΕΜ,, περ.β,τ.24,

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΝΊΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΌΠΟΥΛΟΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΉ & ΚΟΙΝΩΝΊΑ Ελληνικός κοινοτισμός και φιλελευθερισμός by editor2 • 16 April 2013 • 7 Comments Νίκος Γεωργιόπουλος Όταν απελευθερώθηκε το έθνος και δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος υπήρξε ένα πολιτικό κενό. Τί θα κυβερνούσε αυτόν τον πληθυσμό; Η οργάνωση των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν βασισμένη στον κοινοτισμό. Κάθε χωριό ήταν και μια κοινότητα με ευρύτατες αρμοδιότητες όσον αφορά τις λειτουργίες της. Οι αρμοδιότητές της ήταν από τα δημόσια έργα μέχρι την συλλογή φόρων αφού το φορολογικό υποκείμενο στην Τουρκοκρατία ήταν η κοινότητα και όχι ο ιδιώτης. Ο Ιωάννης Πανταζόπουλος ένας από τους σοβαρότερους μελετητές της κοινοτιστικής Ελλάδας έχει φέρει στο φως στοιχεία για το πώς οι αποκεντρωμένες κοινότητες εφάρμοζαν κοινωνική πολιτική χωρίς ένα κεντρικό κοινωνικό κράτος. Στη Μοσχόπολη ήδη από τον 18ο αιώνα λειτουργεί τυπογραφείο όπως επίσης και ο θεσμός των υποτροφιών στους φτωχούς μαθητές. Ο θεσμός των υποτροφιών συγκεκριμένα γνωρίζει μεγάλη ακμή. Στις Κυδωνίες οι πλούσιοι Αϊβαλιώτες παρέχουν υποτροφίες στους επιμελείς φτωχούς μαθητές. Το ίδιο και στην Μελενίκου οπού υπάρχει φροντίδα για τους πτωχούς, σχολεία και υποτροφίες. Και όλα αυτά χωρίς κανένα κεντρικό κράτος, απλά με ιδιωτικές χορηγίες. Μην φανταστείτε επίσης μακροσκελή συντάγματα και νομολογίες. Ο καταστατικός χάρτης της Μελενίκου είχε 30 άρθρα όλα και όλα εκ των οποίων τα 3 ρύθμιζαν τις κοινοτικές υποτροφίες. Η ιδεολογία των κοινοτήτων μελετήθηκε πολύ σοβαρά από τον Κωνσταντίνο Καραβίδα ο οποίος είδε τις κοινότητες υπό ένα αντικαπιταλιστικό κοινωνιστικό πρίσμα. Για τον Καραβίδα η κοινότητα και η οικονομία της μικροϊδιοκτησίας που την στήριζε ερχόταν σε αντίθεση με τον βιομηχανικό καπιταλισμό της μεγάλης κλίμακας που τότε σάρωνε την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Ο Καραβίδας επίσης εμφορείται από οργανικιστικά πρότυπα της κοινωνικής ενότητας ως χαρακτηριστικού των κοινοτήτων που έρχεται από το παρελθόν των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Παρόλο που θέλουμε να λέμε πως η Δύση βασίστηκε πολύ στην αρχαία ελλαδική, η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Η αρχαία Αθήνα δεν ήταν μια κοινωνία ατόμων άλλα μια κοινωνία πολιτών. Ο πολίτης δεν οριζόταν στην ατομικότητά του άλλα στο πώς συνείσφερε στην πόλη, εξ ου και που η ιδιωτεία ήταν ύβρις στην αρχαία Αθήνα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η θεσμική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων δεν ήταν αναγκαία. Είναι ειρωνικό πως αυτήν την οργανιστική θεώρηση την εξέφρασε και ο Μέτερνιχ όταν είπε πως τα δικαιώματα ενυπάρχουν και πως η συνταγματική τους κατοχύρωση δεν προσφέρει τίποτα. Η Τζέφερσονική αντίληψη της δημοκρατίας στην οποία ο μικροαστός καλλιεργητής είναι η βάση της θέσμισης του κράτους θυμίζει κάπως τον Καραβίδα. Αλλα ο Καραβίδας δεν ξεφεύγει από το οργανικισμό και τον κολλεκτιβισμό εν τέλει ακυρώνοντας ό,τι φιλελεύθερο μπορούσε να έχει ο κοινοτισμός. Ύστερες αναγνώσεις του έργου του ειδικά από τον Ρένο Αποστολίδη βλέπουν ακόμα και αναρχικά στοιχεία στον κοινοτισμό. Ο Νικόλαος Μοσχοβάκης, ένας άλλος μελετητής του ελληνικού κοινοτισμού μπαίνει σε πολύ βαθιά νερά. Ο Μοσχοβάκης τονίζει τις ομοιότητες του ελληνικού κοινοτισμού με τον Αγγλικό κοινοτισμό ως δυο μορφές οργάνωσης που ξεκινούν από την ενορία και επεκτείνονται εν συνεχεία στην συγκρότηση της πόλης. Η ενορία είναι ένα σημείο μηδέν, μια αρχή από την οποία δημιουργούνται οι σχέσεις που εν συνεχεία περνάνε στην πόλη. Ο ίδιος ο Μοσχοβάκης δεν θα ξεφύγει από τα οργανικιστικά του πιστεύω με το να θεωρεί την ενότητα της κοινότητας πρωταρχικό στοιχείο ύπαρξής της αλλά και συγκρότησής της. Το άτομο υπάρχει γιατί υπάρχει ως σχέση με την κοινότητα σε μια κοινωνία σχέσεων. Κάτι που θα επαναλάβει ο Γιανναράς πολύ αργότερα όταν ο ίδιος θα αντιπαραβάλλει την societas της Δύσεως με την ελληνική κοινοτική παράδοση. Η διαφορά που εντοπίζει ο Μοσχοβάκης μεταξύ ελληνικού και αγγλικού κοινοτισμού είναι η από τα κάτω θέσμιση του πρώτου από ένα κοινό μικροϊδιοκτητών και μικροαστών, κάτι με το οποίο συμφωνεί και ο Καραβίδας. Ο Ίων Δραγούμης είναι μια πολύ ώριμη μορφή του ελληνικού κοινοτισμού και κάνει μια πρωτότυπη σύνδεση του κοινοτισμού με τον μοντέρνο καπιταλισμό. Στο κοινοτιστικό του πρόταγμα ο Δραγούμης εμπλουτίζει τις κοινότητες με ένα ευρύ πρόγραμμα οικονομικού φιλελευθερισμού. Εν τάχει αναφέρω κάποια οικονομικά φιλελεύθερα μέτρα που προτείνει όπως την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή, την απομάκρυνση του κράτους από τις θεσμικές αρμοδιότητες των κοινοτήτων, την μείωση των δημοσίων υπάλληλων, την μείωση του αριθμού των βουλευτών όπως και άλλα μέτρα. Ο Δραγούμης στο πολιτικό του πρόγραμμα εκφράζει έναν προωθημένο για την εποχή του οικονομικό φιλελευθερισμό. Καταφέρεται ενάντια στις επιδοτήσεις και στην επιχειρηματικότητα του κράτους. Για τον Δραγούμη το κράτος πρέπει να περιοριστεί στις δημόσιες υποδομές, την ασφάλεια και την εκπαίδευση. Οι κοινότητες για τον Δραγούμη υπάρχουν για να παράγεται πολιτισμός που είναι το ελληνικό πεπρωμένο. Ο μη αιματολογικός του εθνικισμός στα προ του 1914 έτη φεύγει από τον μεγαλοϊδεατισμό σε αντίθεση με τον μεγαλοϊδεατισμό του Βενιζέλου. Ο Δραγούμης συνιστά την δημιουργία ενός κράτους καπιταλιστικού με τις αυτοδιοικούμενες κοινότητες να έχουν ανεξάρτητη φορολογία. Αθεράπευτος δημοτικιστής και υπέρμαχος της λαϊκότητας, ο Δραγούμης οραματίζεται μάλλον κάτι κοντά στην Τζακσονική αμερικανική δημοκρατία. Γιατί όμως διαλύθηκαν οι κοινότητες; Ήδη στην Ε’ Εθνοσυνέλευση ο καταστατικός χάρτης της χώρας θεσμοθετεί την παράλληλη ύπαρξη μιας μοναρχίας υπό τον Όθωνα μαζί με τις κοινότητες οι οποίες συνυπάρχουν αυτόνομες μεν άλλα εντός του εθνικού κράτους. Η αντιβασιλεία όμως με το διάταγμα του 1833 διαλύει την τοπική αυτονομία των κοινοτήτων και δημιουργεί ένα κράτος στα πρότυπα των συγκεντρωτικών ευρωπαϊκών κρατών κόντρα στις αγγλοαμερικανικές προσλαμβάνουσες στις οποίες ήταν θεσμικά πιο κοντά ο ελληνικός κοινοτισμός. Η συγκεντροποίηση του κράτους είχε άμεσο αποτέλεσμα την έκρηξη της διαφθοράς και του ρουσφετιού καθώς και την ατονία των α-κρατικών θεσμών που είχαν οι κοινότητες. Η τραγωδία του κοινοτισμού ακόμα και σήμερα οφείλεται στο γεγονός πως τον μελέτησαν κατά βάση αριστεροί και ορθόδοξοι με τους μεν να υπερθεματίζουν στο αυτοοργανωτικό πνεύμα της κοινότητας και με τους δε να τονίζουν τα μυστικιστικά οργανικιστικά στοιχεία της θέσμισης της κοινότητας. Επίσης η δυτικόφιλη – εκσυγχρονιστική ελίτ της Ελλάδας σπούδασε στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά κύριο λόγο και όχι στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Για αυτούς ο εκσυγχρονισμός ταυτίστηκε και συνεχίζει να ταυτίζεται με το συγκεντρωτικό κράτος. Μέχρι σήμερα οι ελίτ ταυτίζονται σχεδόν με την σοσιαλδημοκρατία την οποία πουλάνε και για φιλελευθερισμό. Είναι αλήθεια πως ο κοινοτισμός στις παραμονές της απελευθέρωσης εξέφραζε τα πολύ συντηρητικά στοιχεία του πληθυσμού. Όμως αν εξετάσουμε την ιστορία της Ελβετίας και του Αμερικανικού Νότου, τα πιο συντηρητικά στοιχεία ήταν αυτά που αντιστάθηκαν στην κρατική συγκέντρωση. Επιπρόσθετα η Ελλάδα είχε να επιλέξει μεταξύ μιας συντηρητικής αλλά αποκεντρωμένης κοινοτικής εξουσίας και αυταρχικών ηγετών όπως ο Καποδίστριας ή ο Όθωνας. Όμως ο ελληνικός κοινοτισμός, όπως έδειξε ο Δραγούμης, μπορεί να συνυπάρξει με την φιλελεύθερη οικονομική σκέψη. Αλλά η ιστορία έδειξε πως η Ελλάδα άφησε τον Δραγούμη για χάρη του κρατιστή Ελευθερίου Βενιζέλου. Σήμερα μια φιλελεύθερη ανάγνωση του κοινοτισμού σε νεωτερικά πλαίσια είναι αναγκαία. Η αποκέντρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αυτονομία της έναντι του κεντρικού κράτους και η χαμηλή φορολογία είναι νέα κοινωνικά ζητούμενα. Αλλά και μικρότερα ζητούμενα είναι πάλι επίκαιρα. Δεν μένει πάρα να διαβάσουμε το πολιτικό πρόγραμμα του Δραγούμη που ήδη από το 1908 ζητούσε την καύση των σκουπιδιών και όχι το θάψιμο τους σε ΧΥΤΑ. Ο Ραγκούσης βεβαία αντί για Δραγούμη μάλλον διάβαζε Μάο Τσε Τουνγκ. Εκτύπωση Tags: κοινοτισμός 

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/7927, Ἀντίβαρο

7 σχόλια στο “Ελληνικός κοινοτισμός και φιλελευθερισμός” Δημήτρης Σταθακόπουλος 17 April 2013 at 10:01 Ωραίο άρθρο , επί σωστής βάσης εδραζόμενο, όπως εξάλλου επαληθεύει η βιβλιογραφία και συμπεραίνουν οι παλαιοί ( Σπ. Βρυώνης, Νεοκ. Σαρρής κλπ ) admin 17 April 2013 at 12:28 Μία μόνο παρατήρηση, έναυσμα για συζήτηση από όσους γνωρίζουν καλύτερα το θέμα: ο Καποδίστριας ήταν ο ίδιος ο οποίος εμπνεύστηκε τα καντόνια και την «κοινοτιστική» δομή της Ελβετίας. Ο ίδιος ναι, ήταν αυτός ο οποίος πρόταξε ένα συγκεντρωτικό κράτος. Το προσωπικό του ήθος και γενικά ο βίος του, αποκλείει -μάλλον- την πιθανότητα να το έκανε επειδή έβλεπε στον εαυτό του έναν συγκεντρωτικό-αυταρχικό ηγέτη. Το έκανε μάλλον επειδή στάθμισε τα αρνητικά του τοπικισμού. Ενδεχομένως να είχε στόχο να προχωρήσει σε ένα υβριδικό τύπο κράτους αργότερα. Δολοφονήθηκε νωρίς όμως και δεν το μάθαμε ποτέ. Πώς λύνεται αυτό το παράδοξο του Καποδίστρια; Ανδρέας. Νεκτάριος Κατσιλιώτης 17 April 2013 at 14:38 Ο Ελληνικός κοινοτισμός είναι φιλελεύθερος γιατί επιτρέπει στα κατώτερα μέλη του να πούν την άποψη του,να βάλουν βέτο σε επιλογές των προκρίτων που θεωρούν ακραίες και φυσικά να βάλουν υποψηφιότητα για αξιώματα με τον όρο της οικονομικής φερεγγυότητας.Η πρώτη μορφή κοινότητας ήταν η μυκηναική συνέλευση των οπλιτών. Νεκτάριος Κατσιλιώτης Ιστορικός-Εκδότης ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ 17 April 2013 at 15:20 Συμφωνώ απόλυτα με την θέση του κυρίου Κατσιλιώτη. Ο ελληνικός κοινοτισμός από την κλασσική εποχή τηςς αθηναϊκής δημοκρατίας προωθούσε την ελευθερία του ατόμου (όχι με την νεωτερική έννοια). Ο κοινοτισμός ήταν ένα καθάριο αρεταϊκό πολίτευμα άμεσης δημοκρατίας μέσω του οποίου φτιάχτηκε Παρθενώνας και αργότερα Αγια- Σοφιά. Δεν νοείται ελληνική πολιτική παράδοση χωρίς κοινοτισμό. Όμως, σήμερα σμιλεύεται μια σύγχρονη εκδοχή του ελληνικού κοινοτισμού από τον Θεόδωρο Ζιάκα μέ κέντρο το ”πρόσωπο”, μια ανθρωπολογική βαθμίδα ανώτερη από το άτομο. Πραγματικά μια συναρπαστική καθόλου ουτοπική πολιτική θεώρηση για τη συγκρότηση μιας νέας ποιοτικής συλλογικότητας, της ελληνικότητας που ονειρευόμαστε. Κοινοτισμός και Αναρχισμός 19 April 2013 at 11:14 Ο Κοινοτισμός ειδικά στις ελληνόφωνες περιοχές ήταν ζωντανή πραγματικότητα από την Αρχαιότητα.Αυτό βεβαιώνεται γενικά και από Έλληνες και ξένους Ιστορικούς.ο Νικόλαος και όχι ο Ιωάννης πανταζόπουλος ήταν ένας μελετητής που κατα βάσιν συνδύαζε την Νομική Επιστήμη και την Ιστορία…Πίστευε ότι ο Κοινοτισμός ήταν μία γνήσια δημοκρατική παράδοση του λαού.Διαφωνώ με την αξιολόγηση του Καραβίδα τον οποίο αγνοεί κατά βάσι η ελληνική ιστοριογραφία.Εγώ δεν πιστεύω ότι είμαστε μόνο Έλληνες αλλά Ρωμαίοι προχωρώντας λιγότερο σε αντιπαλότητες όπως εδώ στο Αντίβαρο αλλά και στο Αντίφωνο.Προτιμώ την σύνθεση παρά την διάζευξη-περισσότερο αποδίδει αυτό το μοντέλο.ΕΞού και η Ρωμανία ήταν σύνθεση κι όχι διάζευξη:Έλληνα πολιτισμού (Κοινοτισμός,Παιδεία,Γλώσσα) Ρωμαικού Πολιτισμού και ΔΙκαίου και Ορθόδοξου Χριστιανισμού.Θέλω να θυμίσω ότι πακέτο με τον κοινοτισμό πάει ο πατριωτισμός και ο εθνισμός.Δεν είναι τυχαίο αυτό. Δημήτρης 24 April 2013 at 09:43 Πολύ ενδιαφέρον άρθρο, πιστεύω όμως ότι αδικεί κάπως τον Καποδίστρια -πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για να μαζέψει τα ασυμμάζευτα και είναι λογικό που συγκέντρωσε τις εξουσίες σε συνθήκες γενικευμένου χάους μετά από μια επανάσταση- και τον Βενιζέλο -στους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο επέδειξε ρεαλισμό και όχι μεγαλοϊδεατισμό, όσο για τη Μικρασιατική εκστρατεία αυτή ήταν απαραίτητη στρατηγικά για να κρατηθούν τα παράλια αλλά εκτελέστηκε τελείως λάθος, συν την προδοσία των Δυτικών, συν την εσωτερική φαγωμάρα και αναταραχή, συν την ανασύνταξη των Τούρκων- και παρουσιάζει μονοδιάστατα την προσέγγιση του Γιανναρά -δίνει έμφαση στην καθημερινή εμπειρία της κοινωνικής σχέσης, την οποία συνδέει με το εκκλησιαστικό μυστήριο καθώς ο ελληνικός πολιτισμός από την αρχαιότητα είχε ένα βαθύτερο σεβασμό προς το θείο και νοηματοδοτούσε το βίο μέσα από τη συλλογική αναζήτηση της αλήθειας, που δεν περιορίζεται στα αισθητά-. Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε μάθει να πιστεύουμε πως ό,τι έχουμε φτιάξει εμείς είναι κατώτερο του δυτικού και μόνο στην αρχαία Ελλάδα ήμασταν στην πρωτοπορία. Έτσι και η ιστορία των κοινοτήτων είναι άγνωστη και συνεχίζουμε να συντηρούμε ένα κράτος που εγγενώς δεν μπορεί -και δε θέλει- να υπηρετήσει την κοινωνία. Και πάλι μπράβο στο Αντίβαρο. Γεράσιμος Σαράφογλου 4 June 2013 at 09:55 Συγχαρητήρια για το άρθρο, αλλά κ’ για τα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια. Αξίζει προσοχής ότι υπάρχει συμφωνία επί του θέματος, παρά την πρωτοπορία κ’ “αιρετικότητά” του.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/7927, Ἀντίβαρο